ΑΡΩΜΑΤΟΘΕΡΑΠΕΙΑ & ΑΙΘΕΡΙΑ ΕΛΑΙΑ
Πριν 6.000 χρονιά ο άνθρωπος ξεκίνησε να χρησιμοποιεί αιθέρια και αρωματικά έλαια φυτών για θεραπευτικούς ή ιατρικούς σκοπούς.
Τα αιθέρια έλαια είναι ιδιαίτερα πυκνά αρωματικά εκχυλίσματα, που εξάγονται με ψυχρή πίεση από:
Η αρωματοθεραπεία είναι μια φυσική, μη παρεμβατική μέθοδος σχεδιασμένη για να επηρεάζει το σύνολο του οργανισμού και όχι άπλα τα συμπτώματα ή κάποια ασθένεια μεσώ επίδρασης την διάθεση του καθώς και στην νοητική, ψυχολογική και σωματική του ευεξία. Ο Ιπποκράτης χρησιμοποιούσε την βοτανική ιατρική για θεραπευτικούς σκοπούς δημιουργώντας ένα άρωμα το οποίο ονόμασε Μεγαλείο.
Το 1930 ο Γάλλος χημικός R. M. Gattefosse επινόησε τον όρο αρωματοθεραπεία και ο ιατρός J. Valnet το 1960 συνέχισε με επιτυχία τα αιθέρια ελαία στην θεραπεία εγκαυμάτων, πληγών και ψυχιατρικών προβλημάτων. Το 1980 άρχισε να χρησιμοποιείται στην αμερικάνικη αγορά ενώ η Γαλλία έχει εντάξει την αρωματοθεραπεία ως μάθημα στις ιατρικές σχόλες.
Μηχανισμός δράσης:
Ένα αιθέριο έλαιο μπορεί να περιέχει έως και 100 διαφορετικά χημικά συστατικά και η παρατηρούμενη θεραπευτική δράση του οφείλεται στο σύνολο των ουσιών αυτών, κάθε μια από τις οποίες έχει διαφορετική επίδραση.
Κυριότερες δράσεις:
Αντενδείξεις:
Φυσικά τα αιθέρια έλαια έχουν και αντενδείξεις και η χρήση τους θα πρέπει να γίνεται κατόπιν συμβουλής ιατρού σε:
Τα βότανα / βάμματα δεν αντικαθιστούν την θεραπεία και δεν υποκαθιστούν τις οδηγίες γιατρών. Οι ασθενείς θα πρέπει να συμβουλεύονται το γιατρό τους για την λήψη των βοτάνων. Όπως και με τα φάρμακα η δοσολογία των βοτάνων πρέπει να γίνεται με προσοχή.
Για τα παραδοσιακά φυτικά φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση η Ευρωπαϊκή Ένωση εφαρμόζει ειδική νομοθεσία (Traditional Herbal Medical Product Directive, May 2011 (2004/24/EC) η οποία ισχύει επίσης και για τα φαρμακευτικά προϊόντα. Ως φυτικό φαρμακευτικό προϊόν ορίζεται οποιοδήποτε φαρμακευτικό προϊόν που περιέχει αποκλειστικά ως δραστικά συστατικά μία ή περισσότερες φυτικές ουσίες, ένα ή περισσότερα φυτικά παρασκευάσματα ή συνδυασμό των δύο.